- κατασπορά
- κατασπορά̱ , κατασποράsowingfem nom/voc/acc dualκατασπορά̱ , κατασποράsowingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασπορά — κατασπορά, ἡ (Α) [κατασπείρω] το να ρίχνει κάποιος τον σπόρο στη γη … Dictionary of Greek
κατασποράν — κατασπορά̱ν , κατασπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασποράς — κατασπορά̱ς , κατασπορά sowing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπορᾶς — κατασπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) κατασπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)